Σελίδες

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Η Ελλάδα που θυμάμαι



Θυμάμαι μια άλλη Ελλάδα, αυτή των παιδικών μου χρόνων. Και όταν τα βρίσκω σκούρα όλο σ’ αυτήν ανατρέχω. Πέσ’ το αφέλεια, πέσ’ το  φυγή από τη πραγματικότητα, πέσ’ το όπως θες, αυτό κάνω.

Θυμάμαι την “Ελλάδα με τα λίγα”, την Ελλάδα που προσπαθούσε,  την Ελλάδα που ήθελε να πατήσει στα πόδια της, την Ελλάδα που δεν την βοηθούσε κανένας να το κάνει (όχι ότι το κάνει κανείς σήμερα).

Θυμάμαι τους Έλληνες που πείναγαν - όχι όλοι, ποτέ δε συνέβη κάτι τέτοιο, ούτε στο πόλεμο. Θυμάμαι τους Έλληνες που έκαναν διάφορες δουλειές, κυρίως του ποδαριού, χωρίς ασφάλιση για τους περισσότερους, χωρίς περίθαλψη και με αβέβαιο μέλλον.
Θυμάμαι τις Ελληνίδες που γεννούσαν παιδιά, πολλά παιδιά κι ας μην είχαν εξασφαλίσει τα λεφτά ως προϋπόθεση για να το κάνουν.
“Ένα πιάτο φαί θα βρεθεί” να λένε!

Η δική μου οικογένεια ήταν μια τυπική φτωχική της επαρχίας. Τηλεόραση δεν είχαμε, όπως και κανένας άλλος. (Πως αντέξαμε Θεέ μου;) Ούτε ραδιόφωνο, ούτε πικάπ. Η διασκέδαση μας ήταν καμιά βόλτα στη πλατεία να φάμε κεφτεδάκια και πατάτες τηγανητές μ’ εκείνη την πικάντικη σπιτική μουστάρδα. Και οι λιγοστές φορές που βρεθήκαμε σε παράσταση του Καραγκιόζη, όταν μας πήγαιναν οι γονείς. Ή όταν ανεβάζαμε εμείς τα παιδιά παράσταση στη γειτονιά, αντιγράφοντας τον καραγκιοζοπαίχτη στις κινήσεις και τα λόγια του έργου, ότι τελοσπάντων θυμόμασταν. Πάνω σε ένα αυτοσχέδιο τραπέζι, με ένα μακρύ άσπρο σεντόνι, ένα κερί για φως, τις φιγούρες που αγοράζαμε με όσα λεφτά είχαμε – τις υπόλοιπες τις φτιάχναμε μονάχοι –  και πολύ πολύ όρεξη για να περάσουμε καλά. Και περνούσαμε!

Το σπίτι για τους περισσότερους ήταν κάποιο ψιλοερείπιο – προίκα της μάνας που το έβαψαν, που του άλλαξαν τα σπασμένα πλακάκια του μπάνιου και του γυάλισαν τα παλιά έπιπλα. Οι «τυχεροί» που δεν πήραν προίκα (όπως ο πατέρας μου) θα έφτιαχναν καινούριο σπίτι. Έπρεπε να χτίσουν το αυθαίρετο νύχτα, με πολλή προσωπική δουλειά και χτίστες φίλους που θα έπαιρναν λίγα και χωρίς ένσημα. Με τσιμεντόπλιθα που δεν κρατούσε έξω ούτε το κρύο το χειμώνα, ούτε τη ζέστη το καλοκαίρι. Και από υγρασία να δεις! Οι τοίχοι να φουσκώνουν και να πονάνε τα κόκκαλα.
Από χρέη ο πατέρας δόξα τω Θεώ. Χρώσταγε παντού.

Τον πρώτο καιρό τα πράγματα ήσαν πολύ δύσκολα.
Νερό δεν είχαμε, αυθαίρετο ήταν. Η μάνα να κουβαλάει νερό από τη βρύση ένα χιλιόμετρο μακριά για να πλύνει τα ρούχα στη σκάφη, να μαγειρέψει, να μας κάνει μπάνιο. Και να γυρίζει σπίτι με όλο αυτό το βάρος και την κοιλιά στο στόμα, έγκυος στο αδελφάκι μου τότε.
Ηλεκτρικό ρεύμα φυσικά δεν υπήρχε. Κεριά για φως και η φωτιά στο πετρογκάζ να μαγειρεύει και να ζεσταίνει μαζί. Σε μια γωνία το ψυγείο που “λειτουργούσε” με πάγο. Τις ημέρες που περνούσε ο παγοπώλης με έστελνε η μάνα με τον μεγαλύτερο αδελφό μου στη γωνία με ένα ταψί για να πάρουμε τις δύο κολώνες πάγου. Με προσοχή μη μας γυρίσει το ταψί και ξεμείνουμε από …ψύξη.
Για αυτοκίνητο ούτε κουβέντα. Ο κόσμος τότε χρησιμοποιούσε τα πόδια του, το παλιό ποδήλατο, το ακόμη πιο παλιό λεωφορείο, που δεν είχε –άκουσον άκουσον– ούτε κλιματισμό!
Σε ταξί πρωτομπήκαμε αρκετά χρόνια αργότερα, μόνο κάποιες Κυριακάδες κατά την επιστροφή στο σπίτι από την επίσκεψη σε παππού και γιαγιά, που ήταν αργά και δεν περνούσε λεωφορείο.

Η άλλη μου γιαγιά να έρχεται σχεδόν κάθε Σάββατο κι εμείς να τη παρακαλάμε να φτιάχνει τηγανίτες. Πολίτισσα η γιαγιά, έφτιαχνε ένα σωρό λιχουδιές με το αλεύρι. Θυμάμαι την πιατέλα να αδειάζει πριν τη βάλει στο τραπέζι. Ο δε παππούς να έρχεται αργότερα μόνος του αλλά πάντα με γεμάτα τα χέρια. Ο κυρ Πέτρος ο κουρέας με τ’ όνομα! Τα βραδάκια, όταν έκλεινε το μαγαζί του, γυρνούσε με το ποδήλατο και το βαλιτσάκι με τα εργαλεία της δουλειάς, για κουρέματα και ξυρίσματα. Τα γεροντάκια αυτόν περίμεναν να τους «καλλωπίσει» σε κατ’ οίκον επίσκεψη. “Ούτε γιατρός ρε παππού”, του λέγαμε! Και γελούσε.
Όσο για το ποδήλατο …το είχε στην τρίχα! Καθαρό και καλογυαλισμένο, με ένα σωρό μπιχλιμπίδια να του έχει κρεμάσει. Κάποτε του το είχαν ζητήσει να το αγοράσουν για ένα πολύ καλό ποσό, αλλά δεν το ‘δωσε. Μουσειακής αξίας!

Οι γείτονες έτσι κι έτσι. Μερικοί καλοί, μερικοί μισητοί να μας κυνηγάνε. Έφερναν την αστυνομία για ψύλλου πήδημα. Τους ενοχλούσε το μυστρί, το μωρό που έκλαιγε, ο εργάτης πατέρας μου που για να ζήσουμε δούλευε 18 ώρες την ημέρα, δεν ήταν ποτέ του καφενείου για να τους κερνάει και να τους καλοπιάνει, η μάνα μου νέα και όμορφη που πήρε τον κωλοτσαγκάρη ενώ θα μπορούσε να είχε μαζί τους …καλύτερη τύχη.

Η γειτονιά μας είχε αρκετά οπωροφόρα. Κόβαμε και τρώγαμε ότι θέλαμε. Πορτοκαλιές, συκιές και μια μεσκουλιά. Η κορομηλιά απέναντι από το σπίτι με έθρεψε για πολλά χρόνια. Σε ένα μικρό κτηματάκι,  ούτε 200 τετραγωνικά – περιφραγμένο υποτίθεται – με μια σκουριασμένη «πόρτα» για «είσοδο», με μια παλιοαλυσίδα και ένα λουκέτο ακόμη πιο σκουριασμένα να σου απαγορεύουν να μπεις. Δε βαριέσαι, ο φράχτης υπήρχε λίγα μέτρα μόνο δεξιά και αριστερά από την «πόρτα». Ο υπόλοιπος είχε πέσει και μπαινοβγαίναμε όποτε θέλαμε.
Έτρωγα τα κορόμηλα σα στραγάλια. Ούτε τα διάλεγα, ούτε τα έπλενα. Όποια ήταν πιο κόκκινα σκαρφάλωνα και τα κατέβαζα, ή τα έτρωγα εκεί πάνω στο δέντρο. Μέχρι που το βράδυ είχα αφόρητη βαρυστομαχιά, αλλά την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Που μυαλό;

Λουλούδια πολλά. Ευωδίαζε το αγιόκλημα, σε μεθούσαν οι γαρδένιες, μοσκοβολούσαν οι καμέλιες. Οι γειτόνισσες να συναγωνίζονται ποια έχει τις περισσότερες γλάστρες με τα καλύτερα λουλούδια. Ποιες γλάστρες δηλαδή; Κάτι παλιοί ντενεκέδες πάνω στο πεζοδρόμιο ήσαν, μερικοί ψιλοσκουριασμένοι με τρύπες που τους ασβέστωναν για να ομορφύνουν, ενώ ασβέστωναν και μια γραμμή γύρω-γύρω από αυτούς για να ξέρουν τη θέση τους αν τους μετακινούσαν.

Ο μπακάλης με το τεφτέρι. Να στραβομουτσουνιάζει κάθε φορά που άκουγε «γράφτα», αλλά να μη λέει τίποτα, όχι μόνο γιατί ήξερε πως είχε να κάνει με νοικοκύρηδες και δεν θα τα έχανε, αλλά γιατί στη στροφή στα 20 μέτρα υπήρχε κι άλλο μπακάλικο. 
Τότε χρωστάγαμε στον κυρ Θανάση, όχι στη Μέρκελ.
Ο δοσάς περνούσε με ένα ημιφορτηγάκι νομίζω κάθε Τετάρτη. Με το τεφτέρι του κι αυτός να γράφει και να σβήνει. Πουλούσε είδη προικός και εσώρουχα, κατσαρόλες και κουτάλες, σουρωτήρια και τρίφτες.
Το ίδιο και ο ψαράς. Αγορά δεν υπήρχε στην περιοχή και οι πλανόδιοι έκαναν όλη τη δουλειά.

Παιχνίδι στη γειτονιά, στο χωματόδρομο έξω από το σπίτι. Μακριά γαϊδούρα, πεντόβολα, γυαλένια και …πόλεμος. Εκείνη την ξύλινη περίφραξη του γείτονα, που ποτέ δεν γνώρισα, την είχα ρημάξει. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές έκλεψα πασσάλους για να φτιάξω όπλα δικά μου και της υπόλοιπης πιτσικαρίας. Τα έφτιαχνα τόσο καλά που όλοι μου ζητούσαν να φτιάξω και το δικό τους.
Χωνόμαστε μέσα σε μαργαρίτες και παπαρούνες, πίσω και πάνω σε δέντρα και πυροβολούσαμε αλύπητα.
Άμα δεν έχεις XBOX και Call of Duty αναγκάζεσαι να αυτοσχεδιάσεις.
Και από πάνω μας να χάσκουν οι χαρταετοί που είχαν σκαλώσει στα σύρματα από τις προηγούμενες Καθαροδευτέρες. Αν δεν τους έπαιρνε ο αέρας και δεν τους έριχνε η βροχή και το χαλάζι, εκεί θα έμεναν.

Το σχολείο ήταν κοντά. Εξαθέσιο, με καμιά 40αριά παιδιά σε κάθε τάξη. Είχαμε εκείνα τα ψηλά ξύλινα θρανία που είχαν και μια μεγάλη τάβλα για να κάθονται δύο. Ο πίνακας μαύρος και κυριολεκτικά τεράστιος, έπιανε σχεδόν ολόκληρο τον τοίχο. Η ντουλάπα με τις δύο γυάλινες πόρτες για το μάθημα της φυσικής και της χημείας διέθετε τα πάντα. Θυμάμαι το εκκρεμές, το δοχείο με τον υδράργυρο, το καμινέτο για τα πειράματα, κάτι παλιές εργασίες από μεγαλύτερες τάξεις. Στην έδρα πολλά βιβλία για το δάσκαλο και η απαραίτητη βέργα που …“σωφρόνισε” γενιές και γενιές!
Στο τοίχο ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μιαούλης ο Νικηταράς και οι άλλοι ήρωες της επανάστασης. Τα “Ζήτω το Έθνος”, “Καλύτερα μιας ώρας Ελεύθερη Ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή” και οι πρώτες δύο στροφές του εθνικού ύμνου, ήσαν τα αναπόσπαστα στοιχεία της διακόσμησης κάθε τάξης.
Από τον έναν τοίχο στον άλλον περνούσαν διαγώνια σχοινάκια με σημαιούλες ελληνικές και τις άλλες με το σταυρό εναλλάξ.
Για θέρμανση μια σόμπα πετρελαίου που δεν άναβε πάντα, μόνο όταν είχαμε πετρέλαιο. Τα δε μπουριά της να διασχίζουν την αίθουσα για να καταλήξουν έξω, από μια τρύπα στο τοίχο. Τη μυρωδιά του πετρελαίου ακόμα στη μύτη την έχω.
Στο διάλλειμα σκαρφαλώναμε στη περίφραξη όπου ερχόταν ο γειτονικός φούρναρης με ένα μεγάλο πλεχτό καλάθι και μας πουλούσε ένα τέταρτο αχνιστό ψωμί και τυρί φέτα. Το καλύτερό μου, ε!

Δεν θα κάνω παραλληλισμούς με το σήμερα, δεν έχουν σημασία. Απλά κρατώ τις αναμνήσεις μου, όπως όλοι μας, και προχωράω.

Κάπως έτσι λοιπόν θυμάμαι την Ελλάδα.
Ήταν καλύτερη; Ίσως ναι, ίσως όχι.
Αυτό που θυμάμαι όμως καλά, είναι ότι σ’ αυτή την Ελλάδα ζούσανε καλύτεροι άνθρωποι.

4 σχόλια:

  1. Πάντα να κρατάς τα καλά, από όλες τις εποχές. Γιατί πάντα θα υπάρχουν, ακόμα και σήμερα.
    Καληνύχτα και φιλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα.
    Κοίταξε να πάθεις καμιά αμνησία, γιατί η φτωχή πλην τίμια Ελλάδα που θυμάσαι αντικαθίσταται γοργά από μια αποκρουστική Ελλάδα που θα θες να ξεχάσεις και κάθε που θα σου 'ρχεται στο μυαλό η παλιά θα πίνεις κι ένα κιλό κρασί για να ξεχάσεις.
    Η απουσία μνήμης θα ήταν κάποια λύσις...

    Εδώ εγώ που πρόλαβα πολύ λιγότερα πράγματα από την παλιά Ελλάδα και είμαι στα πρόθυρα να πάρω κάνα χάπι να ξεχάσω πώς ήμασταν, μπας και συνηθίσω κι αποδεχτώ πιο εύκολα το πώς καταντήσαμε.

    Σκοτώνεται κόσμος για ένα 5ευρω, καρφώνει ο ένας τον άλλον για να μη χάσει τη δουλειά του αυτός και να τη χάσει ο άλλος, οι μισοί θεωρούμε βλάκες, προδότες, βολεμένους ή απατεώνες τους άλλους μισούς και τούμπαλιν.
    Τα χουμε κάνει σκατά...

    Αυτά τα ωραία για αρχή της ημέρας.
    Και πάλι καλημέρα σας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και τι να κάνω ρε φύλαρχε για να ξεχάσω; να το ρίξω στα σκληρά; Δεν θα το κάνω ποτέ γιατί ακούω τις συμβουλές του Τζίμη "μη παίρνετε ναρκωτικά, δεν φτάνουν για όλους".

      Θέλω να τη θυμάμαι αυτή την Ελλάδα όταν θέλω να ξεχνάω αυτή που βλέπω σήμερα. Δε μου λύνει κανένα πρόβλημα αλλά και να ασχολούμαι συνέχεια με τα σκατά γύρω μου πάλι δεν βοηθάει.

      Καλή σας ημέρα.
      Ευχαριστούμε που επιλέξατε εμάς για την ενημέρωση σας.
      Αύριο την ίδια ώρα και πάλι κοντά σας.
      Ακολουθούν διαφημίσεις
      (μην αλλάξετε κανάλι)

      Διαγραφή